- παραλίμνιος
- -α, -οο κοντά στη λίμνη, ο παραλιακός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραλίμνιος — α, ο αυτός που βρίσκεται δίπλα σε λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λίμνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
παράλιμνος — ον, Α αυτός που βρίσκεται δίπλα σε λίμνη, παραλίμνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λίμνη (πρβλ. εύλιμνος)] … Dictionary of Greek